25/2/09

Αριθμός 70...και πάλι λίγες...από chain mail κατά του αλκοόλ...

Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια.

Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα.
Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του.


Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα.


Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του:

«Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»

Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της:

«Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»

Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.

Τελικά,
κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.

«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι-Βασίλης.»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου... Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»

Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.


«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»

Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.

Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε:

«Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε:
«Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μ
ʼαφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»

Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»

Εκείνο απάντησε:
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.»
Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»

Έπειτα με κοίταξε και είπε:

«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου.
Εκείνος άκουσε την προσευχή μου.
Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά...»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.

Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.

Δεν μπορούσα να βγάλω απʼτο μυαλό μου το αγοράκι.

Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της.
Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη...

Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;

Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω ν
ʼαγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της.
Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.

Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.

Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά...

7/2/09

Τύψεις....

Πόσες θυσίες έχουν κάνει οι άλλοι για μας?Κι εμείς πώς το έχουμε ξεπληρώσει?
Θυσίες που άλλαξαν την πορεία της ζωής τους ριζικά...Τοποθέτησαν τα όνειρα τους στην άκρη και προσπάθησαν να μας κάνουν ευτυχισμένους..
Αγνόησαν τα θέλω τους και τα όνειρά τους...
Το αξίζαμε?Θα φέρει τελικά αυτή η επιλογή καλύτερα πραγματα για αυτούς?
Ή πάντα θα θεωρούμε τον εαυτό μας υπεύθυνο??
Δεν ξέρω για σας,εγώ όμως πάντα θα νιώθω τις τύψεις που άλλαξα μια ζωή κι έναν άνθρωπο...
Μακάρι να είναι για το καλύτερο..Αλλά μάλλον αυτό δεν θα το μάθω ποτέ....

3/2/09

Ίσως να έχουν δίκιο τελικά...από chain-mail και πάλι...


Μια φορά κι
έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα
τα
συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η
Αγάπη και όλα

τα άλλα
συναισθήματα.


Μια
μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι
επισκεύασαν

τις βάρκες
τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που
έμεινε

πίσω. Ήθελε να
αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί
άρχισε

να βυθίζεται, η
Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει
βοήθεια.


Βλέπει τον Πλούτο
που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη
τον

ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»
«Όχι, δεν μπορώ»,

απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και
χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν

υπάρχει χώρος για
σένα».

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από
την Αλαζονεία που επίσης

περνούσε από μπροστά της σε
ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ,

βοήθησέ με», είπε
η αγάπη.. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη.
Είσαι

μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος
μου», της απάντησε η

Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν πιο πέρα
και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει

από αυτή
βοήθεια. «Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη,
είμαι

τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου», είπε
η Λύπη. Η Ευτυχία

πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά
και αυτή δεν της έδωσε σημασία.

Ήταν τόσο ευτυχισμένη,
που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά
βοήθεια.


Ξαφνικά ακούστηκε
μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ

μαζί
μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν
γνώριζε,

αλλά ήταν
γεμάτη από τέτοια
ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν
έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο
του.


Η Αγάπη
γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,
ρώτησε

την Γνώση:
«Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος», της απάντησε
η

Γνώση. «Ο Χρόνος;»
ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε η Χρόνος;» Τότε
η

Γνώση χαμογέλασε και
με βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να
καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η
Αγάπη».




Μάνος
Χατζιδάκις

2/2/09

na prosexis...!!

isoun apenadi mou...toso omorfos..toso magikos..sxedon paramithenios..emeina na se koitazo,paraleipodas oti allo ginotan giro mou.. den borousa na paro ta matia mou apo pano sou,den eixa ti dinami! to eniosa to vlema sou..se eida na me koitas..pagosa!! den borousa omos na meino parapano,eprepe na figo... ksero oti den prokeitai na se ksanado kapou... 5 lepta omos itan arketa gia na xaraxteis sto mialo mou.. na prosexeis opou k na eisai..!!